-
1 χλιδη
ἥ1) роскошь, пышность, тж. нега(χ. καὴ ἁβρότης Plat.; ἐν χλιδῇ τεθραμμένος Xen.)
ἐπὴ πλεῖστον χλιδῆς ἀπικέσθαι Her. — достигнуть высшей степени роскоши;ἥ ὑπέρπλουτος χ. Aesch. — необычайная пышность2) богатство, сокровищаἣν εἶχε χλιδήν Eur. — все драгоценности, какие у нее были;
μυρίων πέπλων χ. Eur. — несметное множество роскошных одежд3) прелесть, очарование(παρθένων χλιδαὴ εὔμορφοι Aesch.)
καράτομοι χλιδαί Soph. — срезанные с головы прекрасные кудри4) гордость, кичливость(χλιδῇ σιγᾶν Aesch.)
δυσπότμου χάριν χλιδᾶς Soph. — из-за пагубной гордыни -
2 χλιδή
χλιδή, ἡ, Weichlichkeit, Ueppigkeit, Schwelgerei, Luxus u. Wollust; ἐπὶ πλεῖστον χλιδῆς ἀπίκετο Her. 6, 127, u. öfter; Aesch. Prom. 464 Pers. 600; von der Liebe, Suppl. 981; neben ἁβρότης Plat. Conv. 197 d; – der aus üppigem Leben erwachsende Uebermuth, Vermessenheit, μή τοι χλιδῇ δοκεῖτε μήτ' αὐϑαδίᾳ σιγᾶν με Aesch. Prom. 434; Soph. O. R. 888. – Alles, was zum weichlichen und schwelgerischen Leben gehört, kostbare Kleider, Eur. Ion 26, μυρίων πέπλων χλιδήν Rhes. 960, und übh. prächtiger Schmuck, ἐν χλιδῇ Xen. Cyr. 4, 5,14; auch üppig langes Haar, καράτομοι χλιδαί Soph. El. 51; vgl. Valck. Phoen. 230. – [ Phocyl. 20 ist ι lang gebraucht.]
-
3 χλιδή
χλῐδ-ή, ἡ,A delicacy, luxury, effeminacy,ἐπὶ πλεῖστον χλιδῆς ἀπίκετο Hdt.6.127
;ἄγαλμα τῆς ὑπερπλούτου χ. A.Pr. 466
;εὐνῆς παροψώνημα τῆς ἐμῆς χ. Id.Ag. 1447
;οἶκος ὀγκωθεὶς χλιδῇ S.Fr. 942
;τρυφή, ἁβρότης, χ. Pl.Smp. 197d
;ἐν χλιδῇ τεθράμμεθα X.Cyr.4.5.54
.3 concrete, of luxuries, fine raiment, costly ornaments, etc., E. Ion 26;μυρίων πέπλων χλιδή Id.Rh. 960
: pl.,χλιδὰς πόντος ἥρπασε Id.Hel. 424
; of personal charms,παρθένων χλιδαῖσιν εὐμόρφοις A.Supp. 1003
; καράτομοι χλιδαί luxuriant hair cut from the head, S.El.52; ζῶμα.. οὐ χλιδαῖς ἠσκημένον luxuriously, richly, ib. 452; κόμας ἐμᾶς.. παρθένιον χλιδάν a maiden's pride, E.Ph. 224 (lyr.):—Mostly poet. [[pron. full] ῑ only late, Ps.-Phoc.212 (sed leg. χλιδαναῖς).] (Cf. χλοιδᾶν, ONorse glita, glitra, 'glitter', Goth. glitmunjan 'shine bright' (of clothes).)
См. также в других словарях:
χλιδή — η, ΝΜΑ τρυφηλότητα, ηδυπάθεια και μαλθακότητα («ὁρῶντες... τὸν Μακρῑνον ἐν χλιδῇ καὶ τρυφῇ διαιτώμενον», Ηρωδιαν.) νεοελλ. συνεκδ. ζωή μέσα στον πλούτο και στην πολυτέλεια αρχ. 1. αλαζονεία, ύβρις που οφείλεται στον πολυτελή και ακόλαστο βίο («μή … Dictionary of Greek